~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
Ερχονται τα χριστουγεννα:) :) *yioupi* *yioupi* *yioupi* *yioupi* *yioupi* *yioupi* :) :) :) :)
δημιουργία ~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos) 25-11-2013
τελευταία καταχώρηση ~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos) 12-12-2013
απαντήσεις 41
προβολές 3919
συμμετέχουν περισσότερο SANIindianΑΓγεΛιΚΗ (angelino0la03)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)

My christmas cat ;p
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
~♥Never Stop Dreaming♥~ (stefan0ykos)
SANI
25-11-2013, 20:03
Σ’ έναν κόσμο όπου τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν δραστικά από τη μια μέρα στην άλλη, φαίνεται πως λίγα μπορούν να γλυτώσουν από το να γίνουν πολύ γρήγορα παρελθόν. Υπάρχει όμως ένα πράγμα που δε θα γίνει ποτέ ξεπερασμένο; Η ανάγκη να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Αυτή είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που ο καθένας μας βρίσκεται εδώ. Απ’ αυτό θα μας θυμούνται ; Απ’ την αγάπη που δείχνουμε στους άλλους.Τα Χριστούγεννα δεν είναι κάτι το ξεχωριστό επειδή σου δίνουν οι άλλοι. Είναι ξεχωριστά γι’ αυτά που δίνεις εσύ.
Πώς μπορείς να ζήσεις τα Χριστούγεννα στο ζενίθ; Πως μπορείς να περάσεις τις Γιορτές και να αισθανθείς ικανοποίηση μέσα στην καρδιά σου; Με το να δώσεις σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Μπορείς να δώσεις σε αυτούς που έχουν ανάγκη από ένα χαμόγελο η από μια ευγενική λέξη. Μπορείς να δώσεις σ’ αυτούς που είναι φτωχοί και έχουν ανάγκη, που έχουν λιγότερα από σένα. Μπορείς να δώσεις ένα χέρι βοήθειας στο γείτονά σου. Όταν δίνεις, αυτό κάνει τα Χριστούγεννα να αξίζουν.Μπορούμε να κάνουμε και την κάθε μας μέρα τόσο ξεχωριστή όσο είναι και τα Χριστούγεννα, αν είμαστε πρόθυμοι να προσπαθήσουμε.



ΑΓγεΛιΚΗ (angelino0la03)
indian
26-11-2013, 19:25
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ,ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ

Όμως εγώ είμαι μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σε μια τεράστια πόλη και με τρομερή παγωνιά.Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται.Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι.

Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή.Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως.Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος. «Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων.



Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο.Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ' όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν — κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, για να μη δει το μικρό.Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια.

Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι.Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους — αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ' έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες!Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια.

Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές!Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες.Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Να τος, τρεμουλιάζει ολόκληρος, αχ, μα. ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ: «Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!...

Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!»«Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή.Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και... και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη.«Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι. «Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα.«Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. «Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα...»Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους...

Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα...Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του... Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον Κύριο και Θεό, στους ουρανούς.Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ' αλήθεια — δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι... Αλλά γι' αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα.
indian
26-11-2013, 19:30
Δύο μωρά σε μια φάτνη (Ιστορία Ζωής)



Η ιστορία αυτή είναι διασκευή απο ένα ισπανικό βιβλίο που προέκυψε απο μία επίσκεψη δυο εκπαιδευτικών σ ένα ορφανοτροφείο!!!

Το 1994 δυο εκπαιδευτικοί αμερικανοί, ανταποκρίθηκαν σε μία πρόσκληση για να διδάξουν ηθική στις δημόσιες σχολές, στηριζόμενοι στις βιβλικές αρχές. Είχαν διδάξει σε φυλακές,σε επιχειρήσεις,στην αστυνομία και στο τέλος πήγαν σ ένα μεγάλο ορφανοτροφείο της Ισπανίας.

Σε αυτό το ορφανοτροφείο ήταν 100 παιδάκια εγκαταλελειμένα. Πλησίαζαν οι γιορτές του 1994 και τα παιδιά του ορφανοτροφείου,άκουγαν για πρώτη φορά απο τους δυο αμερικανούς την ιστορία της γέννησης του Χριστού.

Εμαθαν για τη άφιξη της Παρθένου Μαρίας και του Ιωσήφ στη Βηθλεέμ που δεν βρήκαν τόπο σε κανένα πανδοχείο και έτσι πήγαν σ ένα στάβλο και εκεί γεννήθηκε ο μικρός Ιησούς και τον έβαλαν σε μία φάτνη. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης,τα παιδιά δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν την κατάπληξή τους.Προσπαθούσαν να μη χάσουν ούτε μια λέξη απο αυτή την αφήγηση.

Οταν τελείωσαν την αφήγησή τους οι δυο αμερικάνοι,'εδωσαν στα παιδιά τρια κομμάτια χαρτόνι για να φτιάξουν μια φάτνη.Τους έδωσαν επίσης χρωματιστές κίτρινες πετσέτες όπου κόβοντας τις έβαλαν για άχυρο.Λίγη τσόχα καφέ για να φτιάξουν τη φιγούρα του μωρού και ένα μικρό κουρελάκι για κουβέρτα.

Ολα λοιπόν τα ορφανά άρχισαν να φτιάχνουν βιαστικά τις φάτνες και να τις δείχουν.

Ολα πήγαιναν καλά μέχρι που έφτασε η ώρα ενός μικρού παιδιού για να δείξει και εκείνο τι είχε κάνει. Φαινόταν μέχρι έξι χρονών και είχε τελειώσει πρώτος τη φάτνη. Τον πλησιάσαν οι δύο αμερικάνοι για να δουν τη φάτνη που είχε φτιάξει.Εκπληκτοι κοιτάζοντας τη φάτνη είδαν μέσα δυο μωρά αντί για ένα.Κοίταγαν συνέχεια απορημένοι και στο τέλος φώναξαν έναν διερμηνέα για να ρωτήσει το μικρό παιδάκι τι είχε συμβεί.

Ο μικρός σταυρωσε τα χέρια του και παρατηρώντας τη φάτνη αρχισε να διηγείται την ιστορία της γέννησης. Η αφήγηση της ιστορίας για ένα τόσο μικρό παιδί που την είχε ακούσει για πρώτη φορά,ήταν εκπληκτική,μέχρι που έφτασε στο σημείο όπου η Παρθένος Μαρία έβαλε το μωρό στη φάτνη.

Εκεί ο μικρός άρχισε να επινοεί το δικό του τέλος για την ιστορία και άρχισε να λέει:

Και όταν η Παρθένος Μαρία άφησε το μωρό μέσα στη φάτνη,ο Ιησούς με κοίταξε και με ρώτησε εαν είχα μέρος για να μείνω.Εγώ τότε του είπα ότι δεν είχα γονείς και γι αυτό δεν έχω που να μείνω.Τότε ο Ιησούς με κοίταξε χαμογελαστά και μου είπε ότι μπορούσα να μείνω εκεί μαζί του.Του απάντησα ότι δεν μπορούσα ,διότι δεν είχα να του προσφέρω κάποιο δώρο,όπως έκαναν όλοι.Σκέφτηκα να του προσφέρω τη ζεστασιά μου αφού ήταν μικρός και μόνος σε μια φάτνη.

Γι αυτό τον ρώτησα πάλι:Εάν σου προσφέρω ζεστασιά,αυτό θα είναι καλό δώρο για σένα; Ο Ιησούς τότε μου είπε: Εαν εσύ μου προσφέρεις ζεστασιά,αυτό θα είναι το καλύτερο και το ομορφότερο δώρο που θα μου έχουν δώσει. Ετσι λοιπόν μπήκα και γω μέσα στη φάτνη ,είπε το μικρό παιδάκι,αφού ο ίδιος ο Ιησούς μου είπε ότι θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα ώστε να μην είμαι μόνος μου!!!!!!!!!

Οταν λοιπόν ο μικρός τελείωσε τη δική του ιστορία,τα ματάκια του έλαμπαν γεμάτα απο τα δάκρυα,τα οποία του μούσκευαν τα μάγουλά του.Σκέπασε το πρόσωπό του και έσκυψε το κεφάλι του.

Το μικρό ορφανό συνάντησε επιτέλους κάποιον ο οποίος ποτέ δεν θα το εγκατέλειπε ,ούτε θα το εκμεταλλευόταν.

Κάποιον που θα ήταν μαζί του για πάντα αφού Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΗΤΑΝ Η ΖΩΗ που δεν είχε!!!!!!
"ΔΕΛΦΙΝΑΚΙ"
Συνδέσου στον λογαριασμό σου, για να απαντήσεις σε αυτό το θέμα.
Διάβασε και αυτά